- σκαλωσιά
- η, Ν(δομ.) το ικρίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ- τού αορ. σκάλωσα τού σκαλώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ικρίωμα ή σκαλωσιά — Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα… … Dictionary of Greek
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek
ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… … Dictionary of Greek
ικρίωμα — το (ΑΜ ἰκρίωμα) [ικριώ] προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά 2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα νεοελλ. εξέδρα για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
πατωσιά — η 1. δάπεδο, πάτωμα 2. όροφος οικοδομήματος 3. η επίστρωση ενός μέρους με σανίδες 4. σκαλωσιά, ικρίωμα, πρόχειρη κατασκευή από σανίδες και δοκάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατωσ τού αορ. τού πατώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] … Dictionary of Greek
πρόπηγμα — το, ΝΑ [προπήγνυμι] νεοελλ. 1. κατασκεύασμα κατάλληλο για τη διακόσμηση ή για την προφύλαξη εξωτερικής πλευράς οικοδομήματος 2. κιγκλίδωμα, περίφραγμα αρχ. ικρίωμα, σκαλωσιά μπροστά από κάτι … Dictionary of Greek
ικρίωμα — το, ατος 1. σκαλωσιά, εξέδρα. 2. μικρή εξέδρα όπου γίνεται η εκτέλεση καταδίκου, αγχόνη: «Ανεβαίνω στο ικρίωμα» (θανατώνομαι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέταυρο — το λεπτή σανίδα για τη στέγη των σπιτιών ή για τη σκαλωσιά της οικοδομής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)